- ὄρνισιν
- ὄρνιςaramasc/fem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COMICUS — absolute Aristophanes dicitur. Eustathius, in Dionysium, ad v. 345. Ε῎ςι δὲ καὶ εν Α᾿θήναις τεῖχος πελασγικὸν, ἠτοι πελαργικὸν, ὡς ὁ Κωμικὸς δηλοὶ εν τοῖς ὄρνισιν. Est autem et Athenis murus Pelasgicus, an Pelargicus, uti in Avibus Comicus docet … Hofmann J. Lexicon universale
επισινής — ἐπισινής, ές (Α) 1. ο εκτεθειμένος σε βλάβη («ὅπoυ μὴ ὄρνισιν ἢ ἄλλοις θηρίοις ἐπισινὴς ἡ χώρα», Θεόφρ.) 2. αυτός που υπέστη βλάβη 3. ενεργ. βλαβερός 4. ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σινής (< σίνος «βλάβη»)] … Dictionary of Greek
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek